Μελέτην — Μελέτη care fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αναγνώστου, Ιωάννης — (Λάρισα 1892 – Αθήνα 1971). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Βερολίνου. Υπήρξε διαδοχικά βοηθός, επιμελητής, υφηγητής και καθηγητής (1948) στην έδρα της φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το… … Dictionary of Greek
Μπένσης, Βλαδίμηρος — (1877 – 1950). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Γαλλία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής σχολής του Παρισιού, και όταν γύρισε στην Ελλάδα χρημάτισε διαδοχικά επιμελητής της παθολογικής κλινικής του Πανεπιστήμιου Αθηνών (1904),… … Dictionary of Greek
Johannes Klimakos — Ikonographie der „Himmelsleiter“ Johannes Klimakos (griechisch Ἰωάννης Κλίμακος, * vor 579; † um 649)[1] war ein Heiliger, Mönch und griechischer asketischer Schriftsteller … Deutsch Wikipedia
CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… … Hofmann J. Lexicon universale
κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… … Dictionary of Greek
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
υβριδικός — ή, ό, Ν [υβρίδιο] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι μικτού τύπου, μικτός 3. φρ. α) «υβριδική ζώνη» βιολ. γεωγραφική περιοχή η οποία αποτελεί χώρο αλληλοεπικάλυψης δύο γειτονικών πληθυσμών, υποειδών … Dictionary of Greek
Ζακόπουλος, Νίκος — (Μεσσήνη, Μεσσηνία 1914 – 1997). Γιατρός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας παθολογίας. Σταδιοδρόμησε σε διάφορα νοσοκομεία και στο ΙΚΑ μέχρι το 1955, οπότε λειτούργησε… … Dictionary of Greek
Λιβαδάς, Μιχαήλ — (Ληξούρι 1857 – Αθήνα 1931). Νομικός και πανεπιστημιακός. Ορίστηκε διδάκτορας της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και υφηγητής της ίδιας σχολής το 1889, διορίστηκε τακτικός καθηγητής αστικού δικονομικού δικαίου το 1916 και δίδαξε έως το… … Dictionary of Greek